- ιρίδιο
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ir. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 77, ατομική μάζα 192,22 και δύο σταθερά ισότοπα, τα 191Ir και 193Ir. Το ι. ανήκει στα στοιχεία μεταπτώσεως και εμφανίζει ομοιότητες με τα υπόλοιπα στοιχεία της ομάδας του λευκόχρυσου στην οποία ανήκει. Βρίσκεται στη φύση μαζί με άλλα ευγενή μέταλλα, σε κοιτάσματα αρκετά εκτεταμένα, στην Καλιφόρνια, στα Ουράλια, στην Τασμανία και στη νότια Αφρική. Το ανακάλυψε ο Άγγλος χημικός Σμίθσον Τέναντ το 1804. Εξάγεται από τα ορυκτά που το περιέχουν με επίδραση χλωρίου στα συστατικά του και στη συνέχεια καθίζηση των διαφόρων χλωριδίων χωριστά. Το ι. είναι μέταλλο με χρώμα φαιό ανοιχτό, πολύ σκληρό, δύσκαμπτο, με πολύ υψηλό σημείο ζέσης (άνω των 4.500°C) και ιδιαίτερα ανθεκτικό στο μεγαλύτερο μέρος των χημικών αντιδραστηρίων. Χρησιμοποιείται ενωμένο με τον λευκόχρυσο για την παρασκευή κραμάτων μεγάλης αντοχής, ηλεκτρικών νημάτων για υψηλές θερμοκρασίες και ως καταλύτης στον χρωματισμό της πορσελάνης και για όργανα της ιατρικής και της φυσικής.
* * *τοχημ. σπάνιο μέταλλο τής ομάδας τού λευκοχρύσου με αργυρόλευκο χρώμα και μεγάλη σκληρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., προβλ. γαλλ. iridium < irid- τού iris (πρβλ. ίρις, ίριδος) + -ium (πρβλ. -ιον). Η λ. μαρτυρείται στον λόγιο τ. ίρίδιον από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.